- κυλλόπους
- κυλλό-πους, ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,A club-footed, Aristodem.8;
θεοί Agatharch.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοί Agatharch.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυλλόπους — κυλλόπους, πουν (Α) αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + πους (< πούς), πρβλ. πλατύ πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
κυλλόπους — club footed masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλόποδας — κυλλόπους club footed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλόποδος — κυλλόπους club footed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek